λογοπαίκτης

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

ο
αυτός που κάνει λογοπαίγνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. λογοπαῖκται, μαρτυρείται από το 1890 στον Γρηγόριο Ξενόπουλο].