Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λουριδωτός

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-ή, -ό λουρίδα
1. κατασκευασμένος ή πλεγμένος με λουρίδες
2. (για ζώο) αυτός που το χρώμα του τριχώματός του εναλλάσσεται κατά λουρίδες.