λουριδωτός
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
-ή, -ό λουρίδα
1. κατασκευασμένος ή πλεγμένος με λουρίδες
2. (για ζώο) αυτός που το χρώμα του τριχώματός του εναλλάσσεται κατά λουρίδες.