λωβιά

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397

Greek Monolingual

η
λώβα, λέπρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λώβα «λέπρα», κατά τα θηλ. σε -ιά].