τό, μέσαυλος.
v. μέσαυλος.
μέσαυλον: τό Hom. = μέσαυλος II.
μέσαυλον: τό, ἴδε τὸ ἑπόμ.
μέσαυλον, τὸ (Α)βλ. μέσαυλος.