μαγνήτινος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Spanish
Greek Monolingual
μαγνήτινος, -ίνη, -ον (Α) μαγνήτης
κατασκευασμένος από μαγνήτη.
Léxico de magia
-ον hecho de imán, de magnetita βάλε δὲ ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτοῦ καρδίαν μαγνητίνην en el hueco (de la figura) introduce un corazón de magnetita P IV 3142