μαζωχτός

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, -ή, -όν) μαζώνω
μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος
νεοελλ.
1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος
2. τακτοποιημένος
μσν.
ατελώς ανεπτυγμένος.
επίρρ...
μαζωχτά
μαζί, από κοινού.