μαζώνω

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

μαζώνω) μάζα
μαζεύω
μσν.
φρ. α) «μαζώνω τὴ βουλή μου» — παίρνω απόφαση
β) «μὲ μαζώνει ὁ Χάρος» — πεθαίνω.