πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(Μ μαζώνω) μάζαμαζεύωμσν.φρ. α) «μαζώνω τὴ βουλή μου» — παίρνω απόφασηβ) «μὲ μαζώνει ὁ Χάρος» — πεθαίνω.