μακρών

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source

Greek Monolingual

μακρών, -ῶνος, ὁ (Μ)
πιθ. ανοιχτή στοά ή κλειστός διάδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ών].