μαξιλάρα

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μεγεθ. κατάλ. -άρα].