μαραγκούδικο

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

το μαραγκός
το εργαστήριο του μαραγκού, το ξυλουργείο.