μαρμάριος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαρμάριος: ἴδε χαλκίας.

Greek Monolingual

μαρμάριος, -ία, -ον (Α)
βλ. μαρμάρεος (II).