ματζάνα

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

και μαντζάνα, η (Μ ματζάνα και μαντζάνα)
η μελιτζάνα («ματζάνας, λαχανόγουλα, κραμβία καὶ σευκλογούλια», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μελιτζάνα].