μαυρογή

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

και μαυρόγη και μαυρόγεια, η
χώμα που έχει σκούρο χρώμα, μαύρη γη, μαυρόχωμα.