μεγαβρόντης

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Russian (Dvoretsky)

μεγαβρόντης: ου adj. m оглушительно гремящий, грохочущий (Ζεύς Arph. - v. l. к μέγα βροντήσας).