μεδούλι

Greek Monolingual

και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν)
ο μυελός τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. του λατ. medulla «μεδούλι»].