μεθέστηκα

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

French (Bailly abrégé)

pf. de μεθίστημι.

Greek Monotonic

μεθέστηκα: παρακ. του μεθίστημι.