μεθεόρτια

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

τα
1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση της εορτής
2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω της οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής
3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας προσπάθειας ή ενός εγχειρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθέορτα. Βλ. μεθέορτος.