μειρακίζω

Greek Monolingual

μειρακίζω (ΑM) μείραξ
μσν.
παριστάνω τον έφηβο
αρχ.
(το μέσ.) μειρακίζομαι
(για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος.