μελανκονιώδη

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

και μελαγκονιώδη, τα
(μυκητ.)
τάξη ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση κοιλομύκητες.