μελιουργός
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
μελιουργός, ὁ (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -ουργός].
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
μελιουργός, ὁ (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -ουργός].