κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
μελιουργός, ὁ (Α)αυτός που παράγει μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -ουργός].