μελιουργός

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

μελιουργός, ὁ (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -ουργός].