θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
μελλοπεθερά, ἡ (Μ)αυτή που πρόκειται να γίνει πεθερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πεθερά].