μεμοροφύλαξ
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Greek Monolingual
μεμοροφύλαξ, ὁ (ΑM)
ο μεμορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμόριον + φύλαξ.
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
μεμοροφύλαξ, ὁ (ΑM)
ο μεμορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμόριον + φύλαξ.