μερίστωμα

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

το
βοτ. περιοχή του σώματος τών φυτών της οποίας τα κύτταρα είναι ικανά για διαίρεση και αύξηση.