Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
το
βοτ. περιοχή του σώματος τών φυτών της οποίας τα κύτταρα είναι ικανά για διαίρεση και αύξηση.