μετάπειστος
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
German (Pape)
[Seite 152] der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Gegensatz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51 e.
Greek (Liddell-Scott)
μετάπειστος: -ον, ἢ μεταπειστός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταπείσῃ, Πλάτ. Τίμ. 51Ε, Ὅρ. 414C.