μεταβιώνω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(Α μεταβιῶ, -όω)
νεοελλ.
ζω μετά θάνατο
αρχ.
επιζώ, επιβιώνω έπειτα από ένα γεγονός, ιδίως καταστρεπτικό.