Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(Α μεταβιῶ, -όω)νεοελλ.ζω μετά θάνατοαρχ.επιζώ, επιβιώνω έπειτα από ένα γεγονός, ιδίως καταστρεπτικό.