μεταγωγικῶς

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μεταγωγικῶς: κατὰ μεταγωγήν, Κοσμ. Ἱεροσ. σ. 350, ἔκδ. Mi.