μεταδημότευση

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η μεταδημοτεύω
η μετεγγραφή ενός δημότη από το δημοτολόγιο ενός δήμου ή μιας κοινότητας στο δημοτολόγιο άλλου δήμου ή κοινότητας.