Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μετεγγύηση
Greek Monolingual
η (νομ.) ιδιαίτερη μορφή εγγύησης η οποία συνίσταται στο ότι έναςδεύτεροςεγγυητής παρέχει εγγύηση για τον πρώτο εγγυητή. [ΕΤΥΜΟΛ.<μετ(α)- +εγγύηση μέσω ενός αμάρτυρου μετεγγυῶ].