μετεγγύηση

Greek Monolingual

η
(νομ.) ιδιαίτερη μορφή εγγύησης η οποία συνίσταται στο ότι ένας δεύτερος εγγυητής παρέχει εγγύηση για τον πρώτο εγγυητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εγγύηση μέσω ενός αμάρτυρου μετεγγυῶ].