μετρίασις

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μετρίασις: ἡ, μετρίασμα, διὰ τὴν τῶν ἀλγεινῶν ἀκουσμάτων μετρίασιν Νικήτ. Χρον. 345D.