μηλοβατώ

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

μηλοβατῶ, -έω (Α)
βατεύω πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) + -βατῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηλο-βάτης (< βαίνω)].