μητροείδωλον

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

μητροείδωλον, τὸ (ΑΜ)
εικόνα μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + εἴδωλον.