μητροείδωλον

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

μητροείδωλον, τὸ (ΑΜ)
εικόνα μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + εἴδωλον.