μικράτα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

τα
η πρώτη νηπιακή ή παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός, κατά το νιάτα].