νιάτα

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα)
νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη
νεοελλ.
1. η νεολαία («δεν σάς κάκιωσα ποτές μου και τα νιάτα δε φθονώ»)
2. φρ. α) «να χαρείς τα νιάτα σου» — λέγεται ως ευχή
β) «κρίμα στα νιάτα σου» — λέγεται για επιτίμηση σε νέο άνθρωπο
γ) «κρίμα στα νιάτα του» — λέγεται προκειμένου να εκφραστεί συμπάθεια για άνθρωπο που έπαθε σε νεανική ηλικία κάτι κακό ή που πέθανε
3. παροιμ. α) «η αρμάτα βγάζει νιάτα» — ο καλλωπισμός κρύβει την ηλικία
β) «τα νιάτα και τα γρόσια δεν κρύβονται» — είναι αδύνατη η απόκρυψη πασιφανών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεότα (τα) πλάστηκε από τον εν. νεότης () κατά το γένος τών γέρα / γεράματα / γερατειά. Από τον τ. νεότα σχηματίστηκαν αργότερα οι τ. νεάτα / νιάτα, αναλογικά προς τα ουδ. σε -άτον / -άτα, για να δηλώσουν ό,τι έχει ο νέος, ό,τι χαρακτηρίζει τον νέο (πρβλ. δεσποτάτο, νοικοκυράτο). Κατά το νεάτα / νιάτα σχηματίστηκε και το μικράτα].