νιάτα
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Greek Monolingual
και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα)
νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη
νεοελλ.
1. η νεολαία («δεν σάς κάκιωσα ποτές μου και τα νιάτα δε φθονώ»)
2. φρ. α) «να χαρείς τα νιάτα σου» — λέγεται ως ευχή
β) «κρίμα στα νιάτα σου» — λέγεται για επιτίμηση σε νέο άνθρωπο
γ) «κρίμα στα νιάτα του» — λέγεται προκειμένου να εκφραστεί συμπάθεια για άνθρωπο που έπαθε σε νεανική ηλικία κάτι κακό ή που πέθανε
3. παροιμ. α) «η αρμάτα βγάζει νιάτα» — ο καλλωπισμός κρύβει την ηλικία
β) «τα νιάτα και τα γρόσια δεν κρύβονται» — είναι αδύνατη η απόκρυψη πασιφανών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεότα (τα) πλάστηκε από τον εν. νεότης (ἡ) κατά το γένος τών γέρα / γεράματα / γερατειά. Από τον τ. νεότα σχηματίστηκαν αργότερα οι τ. νεάτα / νιάτα, αναλογικά προς τα ουδ. σε -άτον / -άτα, για να δηλώσουν ό,τι έχει ο νέος, ό,τι χαρακτηρίζει τον νέο (πρβλ. δεσποτάτο, νοικοκυράτο). Κατά το νεάτα / νιάτα σχηματίστηκε και το μικράτα].