μικρολυπία

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

μικρολυπία: ἡ, μικρὰ λύπη, Νικήτ. Χων. σ. 21C.

Greek Monolingual

μικρολυπία, ἡ (Μ) μικρόλυπος
μικρή λύπη.