μιμέρα

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, = μίμησις, Hesych.

Greek Monolingual

μιμέρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μιμητική τέχνη καὶ μίμησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος.