μναίος

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

μναῖος και μνάιος, -α, -ον (Α)
βλ. μνααίος.