μνους

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

μνοῦς, -όος, ὁ (Α)
1. λεπτό χνούδι
2. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον και χνόος/χνοῦς].