μολοσσικός

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

μολοσσικός, αττ. τ. μολοττικός, -ή, -όν (Α) μολοσσός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μολοσσούς ή στη Μολοσσία, ο καταγόμενος από τη Μολοσσία («Μολοττικοὺς τρέφουσι... κύνας», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μολοσσική
είδος ορχήσεως.