μονολιθικός

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μονόλιθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο
2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:
3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.