μονομαχοτροφείον
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Greek Monolingual
μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) μονομαχοτρόφος
τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον.