μουράγιο

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source

Greek Monolingual

το
1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία
2. στον πληθ. τα μουράγια
α) τείχη
β) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia].