Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
μουρήνα, ἡ (Μ)
βλ. μουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. murina ή, κατ' άλλους, από βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με τη λ. μύραινα.