μπαζώνω

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

[[[μπάζα]] (II)]
γεμίζω λάκκο, τάφρο ή κενό χώρο με μπάζα.