μπαζώνω

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

[[[μπάζα]] (II)]
γεμίζω λάκκο, τάφρο ή κενό χώρο με μπάζα.