μπαχάρι

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

το
1. μαύρο πιπέρι
2. κάθε αρωματικό μαγειρικό καρύκευμα
3. θαλασσινή ελαφριά αύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahar].