πιπέρι
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek Monolingual
το / πιπέριν ΝΜ
γενική ονομασία που αναφέρεται στα μπαχαρικά τα οποία παρασκευάζονται από τους αρωματικούς καρπούς διαφόρων φυτών και, ειδικότερα, το μπαχαρικό που παρασκευάζεται από τους καρπούς του είδους Piper nigrum του γένους πέπερι
νεοελλ.
παροιμ. «οπού έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα» — λέγεται για εκείνους που είναι πολύ πλούσιοι αλλά σπάταλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέπερι / πίπερι με καταβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα, κατά το αλάτι].