μπουρί
From LSJ
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
Greek Monolingual
το
καπνοσωλήνας θερμάστρας, σωλήνας που μεταφέρει τον καπνό από μια εστία θέρμανσης στην ανοιχτή ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boru «σωλήνας»].